Ιl Canto Sospeso του Luigi Nono: Λ. Ν. -Γ3

Ο Luigi Nono (1924-1990) ήταν Ιταλός (Βενετός) συνθέτης της μουσικής πρωτοπορίας, γνωστός όχι μόνο ως πρωτοπόρος στην τέχνη του, αλλά και ως ένας από τους ελάχιστους "στρατευμένους" συνθέτες της δεκαετίας του 1950. Στράφηκε ενάντια στην πολιτική της συσκότισης και της τύφλωσης, απευθυνόμενος σ’ ένα κοινό βυθισμένο σε νάρκη. Τα πιο σημαντικά έργα του αντιπροσωπεύουν διαμαρτυρίες ενάντια στο φασισμό και την καταπίεση και μας κάνουν να σταθούμε και να συλλογιστούμε τα μεγάλα γεγονότα που συντελούνται ακόμα και σήμερα. Γεγονότα κοινωνικά και πολιτικά, που φαίνονται πιο επίκαιρα από ποτέ.

Ιl Canto Sospeso

Το "Il canto sospeso" (The Suspended Song) είναι μια καντάτα για σολίστες τραγουδιστές, χορωδία και ορχήστρα από τον Ιταλό συνθέτη Luigi Nono, που γράφτηκε το 1955–56. Είναι ένα από τα πιο θαυμάσια παραδείγματα σειραϊκής σύνθεσης από τη δεκαετία του 1950. Αξίζει να σημειωθεί ότι προκλήθηκε διαμάχη σχετικά με τη σχέση μεταξύ του πολιτικού περιεχομένου και των συνθετικών του μέσων.

Ο τίτλος "Il Canto Sospeso" μπορεί είναι περισσότερο γνωστό στους μουσικούς κύκλους ως «το τραγούδι που κόπηκε». Ο Nono επέλεξε τα κείμενά του από μια ανθολογία που δημοσιεύθηκε το 1954 από τον Giulio Einaudi ως: "Lettere di condannati a morte della Resistenza europea", μια συλλογή αποχαιρετιστήριων επιστολών που γράφτηκαν σε αγαπημένα πρόσωπα από αιχμαλωτισμένους Ευρωπαίους μαχητές της αντίστασης λίγο πριν από την εκτέλεση τους από τους Ναζί. Ο Ιταλός συνθέτης χρησιμοποίησε στο έργο του και αποσπάσματα απ’ τα στερνά γράμματα τριών Ελλήνων πατριωτών λίγο πριν εκτελεστούν απ’ τις δυνάμεις κατοχής. 

Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στην Κολωνία στις 24 Οκτωβρίου 1956. Τέσσερα χρόνια αργότερα, παρουσιάστηκε στο εικοστό τρίτο Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής της Μπιενάλε της Βενετίας. Αυτή η παράσταση της Βενετίας ηχογραφήθηκε για το ραδιόφωνο στις 17 Σεπτεμβρίου 1960 και το 1988, σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, έγινε η πρώτη ηχογράφηση του έργου που κυκλοφόρησε εμπορικά για το κοινό.

Το Il canto sospeso έχει οριστεί για σόλο φωνές: σοπράνο, άλτο και τενόρο, μικτή χορωδία και ορχήστρα που αποτελείται από: 4 φλάουτα, 2 όμποε, 3 κλαρίνέτα, 2 φαγγότα, 6 κόρνα, 5 τρομπέτες, 4 τρομπόνια, 3 τιμπάνια, Κρουστά (5 ταμπούρα, 5 κύμβαλα, glockenspiel, 12 καμπάνες, marimbaphone, vibraphone και xylophone), 2 άρπες, τσελέστα, πρώτα βιολιά, δεύτερα βιολιά, βιόλες, τσέλα και κόντρα μπάσα.

Το έργο χωρίζεται σε εννέα μέρη με μεταβαλλόμενα σχήματα εκτελεστών:

Στην εναλλαγή οργάνων, χορωδιακών και σόλο κινήσεων, καθώς και σε ορισμένες εσωτερικές λεπτομέρειες, το έργο μοιάζει με μπαρόκ καντάτα. Θεωρείται σήμερα ως «αριστούργημα σειριαϊκής μουσικής», που αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού για την ποικιλία των σειραϊκών ιδεών, ενώ την ίδια στιγμή το εκφραστικό περιεχόμενο του έργου θεωρείται αξεπέραστο από τα επόμενα έργα του Nono. Η επιλογή των κειμένων, ωστόσο, προκάλεσε παρατεταμένη διαφωνία σχετικά με την καταλληλότητα των συνθετικών μέσων του Nono στο πολιτικό του περιεχόμενο.

Λ. Ν. -Γ3 -4ο Γυμνάσιο Νέας Ιωνίας- Νοέμβριος 2020.

Επιστροφή στην λίστα Γ1-3-4: 20ος αιώνας

Επόμενη εργασία: Anton Webern, Passacaglia Op.1: Λ. Σ. -Γ3